- μονοσέπαλος
- ος, ο[ν] бот. см. μονοπέταλος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοσέπαλος — η, ο βοτ. 1. (για άνθη) αυτός τού οποίου ο κάλυκας έχει σέπαλα ενωμένα, αλλ. συσσέπαλος 2. φρ. «μονοσέπαλος κάλυκας» κάλυκας ενός άνθους ο οποίος αποτελείται από συμφυή σέπαλα, αλλ. συσσέπαλος κάλυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
μονοσέπαλος — η, ο (βοτ.), για άνθη που ο κάλυκάς τους αποτελείται από σέπαλα που είναι ενωμένα σε ένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek